Αφορµή για την προκείµενη µελέτη αποτέλεσε η αναθεωρητική πρόταση της Νέας ∆ηµοκρατίας, που έγινε δεκτή από την προηγούµενη Βουλή µε απλή πλειοψηφία, για την ίδρυση και στην Ελλάδα Συνταγµατικού ∆ικαστηρίου.
Στο πρώτο μέρος εξετάζεται κριτικά η αναθεωρητική πρόταση και ανιχνεύονται οι συνέπειες, όπως οι μεγάλες καθυστερήσεις στην εκδίκαση των διαφορών, και επισημαίνονται τα δικονομικά αδιέξοδα, που θα ανακύψουν από την συνύπαρξη των δύο δικαιοδοσιών, δηλαδή της διάχυτης και παρεµπίπτουσας, από τη μία μεριά, και της συγκεντρωτικής από την άλλη. Η σύγκρουσή τους θεωρείται μοιραία, αφού το επιδιωκόμενο σύστημα είναι, τελικά, μεικτό.
Στο δεύτερο µέρος, παρουσιάζονται τα βασικά γνωρίσµατα του παρεµπίπτοντος δικαστικού ελέγχου της συνταγµατικότητας των νόµων στη χώρα µας, όπως ισχύει και εφαρµόζεται από τα τέλη του 19ου αιώνα, µε σκοπό να αναδειχτούν δύο πράγµατα: πρώτον, ότι ο διάχυτος δικαστικός έλεγχος της συνταγµατικότητας των νόµων είναι σε µας σύµφυτος µε την άσκηση της δικαστικής λειτουργίας και την απόδοση δικαιοσύνης και είναι άρα εξαιρετικά δύσκολη, αν όχι ανέφικτη, η αφαίρεση της εξουσίας αυτής από τον κοινό δικαστή. Και δεύτερον, η ίδρυση Συνταγµατικού ∆ικαστηρίου συνδέεται µε µία άρρητη διαµάχη, που έχει ξεσπάσει µεταξύ δικαστικής και πολιτικής εξουσίας και περιστρέφεται γύρω από το ποιος θα έχει και πρέπει να έχει τον αποφασιστικό λόγο στην ερµηνεία και εφαρµογή του Συντάγµατος.